- αβυθομέτρητος
- η , ο [ος , ον ]1) непромеренный (о глубине моря и т.п.); 2) не могущий быть промеренным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβυθομέτρητος — η, ο εκείνος που το βάθος του δε μετρήθηκε: Η θάλασσα σε πολλά σημεία ήταν αβυθομέτρητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβόλιστος — η, ο [βολίζω] αβολιδοσκόπητος, αβυθομέτρητος … Dictionary of Greek